υπερχλωριουρία

υπερχλωριουρία
η, Ν
ιατρ. αυξημένη ποσότητα χλωριούχων αλάτων που αποβάλλονται με τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperchlorurie < υπερ-* + χλώριο + ούρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλωριουρία — και χλωρουρία, η, Ν παλαιότερος όρος για την υπερχλωριουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ουρία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”